- ανελάττωτος
- ος , ον1) неуменьшенный, несокращённый, целый; 2) несократимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνελάττωτος — undiminished masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανελάττωτος — η, ο (Α ἀνελάττωτος, ον) εκείνος που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να ελαττωθεί, ο αμείωτος … Dictionary of Greek
ἀνελαττώτως — ἀνελάττωτος undiminished adverbial ἀνελάττωτος undiminished masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελάττωτον — ἀνελάττωτος undiminished masc/fem acc sg ἀνελάττωτος undiminished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελαττώτων — ἀνελάττωτος undiminished masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελαττώτῳ — ἀνελάττωτος undiminished masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελάττωτα — ἀνελάττωτος undiminished neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελάττωτοι — ἀνελάττωτος undiminished masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)